- δακνοκάρδιος
- δακνοκάρδιος, -ον (Μ)1. αυτός που κατατρώει την καρδιά2. εκείνος που προκαλεί λύπη («δακνοκαρδίους πόνους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek